Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 

Ξεχνάμε ίσως, ότι σκοπός μας δεν είναι να συμφωνούμε με όλους, αλλά να ζούμε με σεβασμό και αποδοχή, ακόμα και με αυτούς που έχουν αντίθετη γνώμη από εμάς. Στόχος της ανθρωπότητας θα μπορούσε να είναι μια ανοιχτή αγκαλιά για κάθε διαφορετικότητα. Σεβασμός στο άγνωστο και στο μη οικείο. Θα μπορούσε να είναι υπερασπίζομαι την γνώμη μου, χωρίς να είναι λάθος η δική σου. Φανταστείτε να μπορούσαμε να λύσουμε κάθε διαφορά μας, μόνο με μια εποικοδομητική συζήτηση. Φανταστείτε να μπορούσαμε να βάζουμε όρια και να μην καταπατούνται... Και τελικά να καταλάβουμε ότι είμαστε όλοι τόσο όμοιοι και όμως, έχουμε ταυτόχρονα τόσες διαφορές… κι αυτό είναι καλό!

Επειδή αν ήμασταν όλοι ίδιοι θα συνέβαινε αυτό το παραμύθι….

Μια φορά κι έναν καιρό

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η γη. Ήταν επίπεδη και λεία. Δεν υπήρχαν βουνά, ούτε λόφοι. Δεν υπήρχαν ραχούλες, ούτε χαράδρες. Ήταν όλα ένα απέραντο επίπεδο έδαφος όπου ο ορίζοντας απλωνόταν ως εκεί που φτάνει το μάτι. Η θάλασσα δεν ήταν βαθιά και ο ουρανός είχε πάντα ένα χρώμα. Όταν ο ουρανός ενωνόταν με την θάλασσα, δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τα όρια, τα σύνορα, ποιος είναι ο ουρανός και ποια είναι η γη.

Εκεί επάνω σε αυτή την απέραντη πεδιάδα περπατούσε ο άνθρωπος. Ήταν όλοι στο ίδιο ύψος και στο ίδιο βάρος. Είχαν όλοι το ίδιο χρώμα στο δέρμα, στα μάτια και στα μαλλιά. Χόρταιναν με την ίδια ποσότητα φαγητού όλοι. Τους άρεσαν τα ίδια χρώματα και τα ίδια λουλούδια. Έτσι κι αλλιώς ένα είδος φυτού υπήρχε. Ο καιρός ήταν πάντα καλοκαίρι, αλλά όχι καυτό. Πάντα στην ιδανική θερμοκρασία, μέρα και νύχτα. Ήταν όλοι το ίδιο φύλο κάτι ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα μαζί. Και το κυριότερο ήταν ότι είχαν τον ίδιο χαρακτήρα. Ήταν όλοι καλοί, ευγενικοί, δοτικοί. Δεν είχαν προβλήματα, ούτε καημούς. Ήταν πάντα σε χαρούμενη διάθεση, αλλά δεν το ήξεραν.

Δεν είχαν κανένα κίνητρο για δημιουργία. Τα είχαν όλα έτοιμα από ένα αόρατο χέρι. Δεν χόρευαν, δεν γελούσαν, δεν δημιουργούσαν, δεν τραγουδούσαν, δεν ζωγράφιζαν, δεν έπαιζαν. Δεν μοιράζονταν τα συναισθήματά τους, επειδή δεν τα ήξεραν. Δεν μιλούσαν μεταξύ τους επειδή όλα ήταν ίδια κάθε μέρα και τίποτα δεν υπήρχε να τους αλλάξει την ρουτίνα. Δεν συζητούσαν, αφού έτσι κι αλλιώς πάντα συμφωνούσαν μεταξύ τους. Περπατούσαν μόνο αν ήθελαν νερό ή φαγητό. Κοιτάζονταν μόνο για να επιβεβαιώσει ο ένας τον άλλο. Δεν ακουμπούσε ο ένας τον άλλο, δεν αγκαλιάζονταν. Δεν ένιωθαν την λαχτάρα για κανέναν και για τίποτα.

Θάνατος δεν υπήρχε γι’ αυτούς. Ζούσαν μια αιωνιότητα στο σύμπαν, αλλά πάλι, ούτε αυτό μπορούσαν να το ξέρουν, αφού δεν υπήρχε η έννοια του χρόνου με κανέναν τρόπο. Δεν αγαπούσαν κανέναν, δεν θαύμαζαν τίποτα, δεν νοιάζονταν για τίποτα. Δεν ήξεραν αν νιώθουν πλήξη ή κούραση, ανία ή ανακούφιση, ευφορία ή δυσαρέσκεια. Δεν τους είχε περάσει ποτέ η ιδέα να αλλάξουν κάτι. Δεν θα μπορούσαν να το φανταστούν, αφού δεν είχαν φαντασία. Δεν έβλεπαν όνειρα στον ύπνο τους ούτε έκαναν όνειρα στον ξύπνιο τους.

Μια μέρα διέκριναν να έρχεται κάτι από τον ουρανό. Ένας πελώριος κομήτης. Όταν πλησίασε την γη αρκετά, κάλυψε τον ήλιο. Εκείνοι κοίταξαν πάνω αλλά δεν ήξερε κανείς τι να κάνει. Έτσι, ο κομήτης συγκρούστηκε με την γη και από τότε χάθηκε για πάντα αυτή η φυλή των ανθρώπων. Η γη άλλαξε σχήμα και μορφή. Απέκτησε βουνά, λόφους και χαράδρες. Η θάλασσα βάθυνε και ο ουρανός το σούρουπο μοιάζει με παλέτα γεμάτη χρώματα. Κι αφού γέμισε η γη διάφορα είδη φυτών και ζώων, εμφανίστηκε και ο άνθρωπος. Και αυτή τη φορά δεν έμοιαζε με κανέναν τρόπο ο ένας με τον άλλον. 

Β.Δ.